- επικοιτάζομαι
- ἐπικοιτάζομαι (Α)(αποθ.) κοιμάμαι, περνώ τη νύχτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κοιτάζομαι «πλαγιάζω, κοιμάμαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπικοιτάζεσθαι — ἐπικοιτάζομαι pass the night pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)